- εκπνοή
- η1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα.2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός.3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.